Ο έναστρος ουρανός υπήρξε ανέκαθεν για τους Έλληνες «το ανοικτό βιβλίο» πάνω στο οποίο αποτύπωναν τους πανάρχαιους μύθους και τις παραδόσεις που αφηγούνταν για τους θεούς και τους ήρωές τους. Ιδίως αν επρόκειτο για τους 23 αστερισμούς ή τα 12 ζώδια του ζωδιακού κύκλου, που σαν φωτεινοί σηματοδότες φαντάζουν στο νυκτερινό στερέωμα.

Η πρωταρχή της Αστρονομίας

Η πρώτη ερώτηση που πέρασε από το νου του νοήμονος ανθρώπου, ήταν αστρονομικής φύσεως, άμεσα συσχετιζόμενη με την Σελήνη και τις φάσεις της και στην συνέχεια «τι είναι άραγε όλα αυτά που λάμπουν πάνω από το κεφάλι μου;». Η ερώτηση αυτή οδήγησε τους ανθρώπους στην ενασχόληση με τον έναστρο ουρανό, η οποία γινόταν όλο και πιο εντατική καθώς οργανώναν τις κοινωνίες τους έτσι ώστε να φθάσουμε σήμερα να μιλάμε για την αρχαία ελληνική αστρονομία και αστρολογία (δηλ. λόγος περί των άστρων).

Πολλοί αρχαίοι πολιτισμοί ασχολήθηκαν με τα αστέρια και μελέτησαν τις θέσεις και τις κινήσεις τους, έστω και αν δεν αντλαμβάνονταν την φύση τους. Οι αρχή της αρχαίας Αστρονομίας λοιπόν χάνεται στα βάθη των αιώνων. Παρά ταύτα πολλές παλαιότερες, αλλά κυρίως σύγχρονες επιστημονικές έρευνες, ιστορικές, αστροφυσικές κ.ά. μαζί με διάφορες ανάλογες διεπιστημονικές μελέτες, οδηγούν τα βήματα των ερευνητών στα ίχνη των Ετεοκρητών – Αιγαιοπελασγών και Πρωτελλήνων μαζί με τους Αιγυπτίους και τους Κρητοφοίνικες, πολύ πριν τους Σουμερίους, Χετταίους και Βαβυλωνίους.

Στην αρχαία ελληνική αστρονομία τα παρατηρήσιμα ουράνια σώματα φαίνεται ότι ήταν κυρίως οι 5 ορατοί με γυμνό οφθαλμό πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος και μερικές χιλιάδες αστέρων, από τους οποίους μόνον το 1/1.000 μπορεί να ταξινομηθεί σε εύκολα αναγνωρίσιμες ομάδες. Φυσικά στο σύνολο των παρατηρήσεων εντοπίζονται κυρίως τα φαινόμενα των ηλιακών και σεληνιακών εκλείψεων, όπως και η καταγραφή της διελεύσεως των κομητών ή της πτώσεως μετεωριτών (π.χ. αναφορά στο Πάριον Χρονικόν, περί τα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα), αλλά και το φαινόμενο των «επιπροσθήσεων αστέρων» από τη Σελήνη.

Όλα αυτά βεβαίως θεωρούνται με βάση την τότε επίσημη οπτική γωνία του γεωκεντρικού σύμπαντος, όπου η Γη παραμένει σταθερή και ακίνητη στο κέντρο του κόσμου και τα ουράια σώματα κινούνται γύρω της σε διάφορες τροχειές, σχηματίζοντας κύκλους ή συνδυασμούς κύκλων και ελλείψεων και η θεωρία αυτή ήταν κατά κανόνα αποδεκτή.

Στην πανάρχαια Ελλάδα οι γνώσεις αυτές της αστροσκοπίας – αστρονομίας οφείλονται, όπως συνάγεται από ορισμένους Ορφικούς Υμνους (αλλά αναφέρει και ο Λουκιανός στο Περί Αστρολογίας 10), στον θείο ποιητή και μυσταγωγό πανεπιστήμονα Ορφέα και τους Ορφικούς.

Συγκεκριμένα γράφει ο ανωτέρω συγγραφέας τα εξής: «Έλληνες δε ούτε παρ’ Αιγυπτίων ούτε παρ’ Αιθιόπων αστρολογίης περί ουδέν άκουσαν, αλλά σφίσιν Ορφεύς ο Οιάγρου και Καλλιόπης πρώτος τάδε απηγήσατο». Οι Ορφικοί Υμνοι λοιπόν περιέχουν καταγεγραμμένες γνώσεις οι οποίες αποδεικνύονται, βάσει των σημερινών επιστημονικών επιτευγμάτων, ως επιστημονικά έγκυρες, όπως αποδεικνύεται και από την μελέτη-διατριβή για διδακτορικό του επιφανούς αστρονόμου-αστροφυσικού αείμνηστου Κων/νου Χασάπη, από το 1964 στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.

Θεωρούνται δε οι ανωτέρω καταγραφές σημαντικές καθώς χρονολογήθηκαν γύρω στα μέσα της 2ης π.Χ. Χιλιετηρίδας και χαρακτηρίζονται ως μοναδικές μέσα στην εικόνα του πολιτιστικού πλαισίου εκείνης της εποχής, όπως αυτή περιγράφεται σήμερα από αρχαιολόγους και ιστορικούς.

Πρωτοϊστορικές αναφορές και αστροσκοπικές απεικονίσεις

Μέσα στο σύνολο των πληροφοριών και των γνώσεων αυτών, που αποτελούν ένα μέρος της πανάρχαιας κληρονομιάς των Ελλήνων, επισημαίνονται και οι αρχετυπικοί συμβολισμοί (δηλ., ένα είδος πρωταρχικών αποτυπώσεων ιδεατών εικόνων προτύπων στην εσώτατη διάσταση του ψυχισμού μας) των ουρανίων μύθων σχετικά με τους αστερισμούς των ζωδίων, που φέρουν όλοι αρχαιοελληνικές ονομασίες και απεικονίζουν διάφορα γεγονότα της ελληνικής μυθολογίας-πρωτοϊστορίας. Έτσι τα αστέρια που βρίσκονται σπαρμένα κατά μήκος της εκλειπτικής, της φαινομενικής ετήσιας τροχιάς του Ήλιου στον ουρανό, είχαν χωριστεί ήδη από τα πανάρχαια χρόνια, σε ομάδες που ονομάζονταν «ζωδιακοί αστερισμοί».

Οι αστερισμοί που βρισκόντουσαν σε μια πλατειά σφαιρική λωρίδα προς το βορρά και προς το νότο της εκλειπτικής παριστάνουν τη μορφή κάποιου ζώου (εκτός του Ζυγού). Για αυτό οι αστερισμοί αυτοί ονομάστηκαν ζώδια και η πλατειά ζώνη που περιβάλλει την εκλειπτική ονομάστηκε «ζωδιακός κύκλος», ο οποίος είχε διαιρεθεί σε 12 ίσα μέρη. Σε κάθε τμήμα του κύκλου βρίσκεται και ένα ζώδιο, δηλαδή ένας αστερισμός αυτής της μορφής. Ο Ήλιος καθώς ακολουθεί την ετήσια πορεία του, βρίσκεται σε διαδοχικές ημερομηνίες σε διαφορετικό τμήμα του ζωδιακού κύκλου. Για αυτό ονόμαζαν τους ζωδιακούς αστερισμούς «Οίκους του Ήλιου» ή «Ενδιαιτήματα του Απόλλωνα».

Αυτό συνέβη σε μία εποχή που μας είναι άγνωστη, από την παράδοση όμως και από άλλες πληροφορίες, επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι τα πρωτελληνικά φύλα είχαν αποδώσει σχηματικά και με τη δημιουργική τους φαντασία τα συμπλέγματα των αστερισμών αυτών. Λέγεται επίσης ότι αυτή η φαντασία, η περίφημη αδελφή της δημιουργίας, απέδωσε τους διάφορους καταπληκτικούς αυτούς συνδυασμούς στον Ουράνιο θόλο.

Δεν πρέπει όμως να ήταν μόνο η φαντασία, γιατί κάτω από το αραχνοϋφαντο πέπλο της εργαζόταν και μία άλλη δύναμη, η Ανάγκη, η καθημερινή ανάγκη της επίγειας ζωής, επειδή η μοίρα των αρχαίων λαών ήταν στενά συνδεδεμένη με τη Φύση. Οι πλέον ειρηνικές ιδιωτικές ασχολίες τους και οι πιο παράτολμες ομαδικές τους ενέργειες είχαν ανάγκη τον Ουρανό. Οι ναυτικοί έπρεπε να εμπιστευθούν τον Ουρανό για να ταξιδεύσουν, οι γεωργοί έπρεπε να συμβουλευθούν τους αστερισμούς για να εργαστούν στον κάμπο, οι βοσκοί έπρεπε να παρακολουθούν την πορεία των άστρων για να «διαφεντεύουν» καλύτερα τα κοπάδια τους.

Είναι φυσικά δύσκολο να πιστέψει κανείς σήμερα ότι η θάση ενός αστερισμού σε ένα συγκεκριμένο σημείο του στερεώματος είναι δυνατόν να έχει επίδραση πάνω στη Γη ή στη μοίρα του ανθρώπου. Η ιδέα αυτή όμως ήταν πλατειά διαδεδομένη στα αρχαία χρόνια, όπως άλλωστε και σήμερα. Η «εώα επιτολή» όμως, δηλαδή η ηλιακή ανατολή ενός άστρου, ή η δύση του, συνδεόταν με καιρικές μεταβολές, βροχές, παγωνιές, τρικυμίες ή άλλα βίαια καιρικά φαινόμενα.

Το αστρικό σμήνος των Υάδων, π.χ., όταν εισερχόταν το φθινόπωρο, πρωτοέλαμπε στο ουρανό, και οι βοσκοί της Αρκαδίας και της Κρήτης, οι γεωργοί του Ορχομενού αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας νόμιζαν ότι οι βροχές είναι αποτέλεσμα της εμφάνισης αυτού του αστρικού σμήνους, που ερχόταν να ποτίσει την Γη από τα «καύματα» του θέρους. Με αυτόν τον τρόπο και ετυμολογικά φαίνεται η ονομασία «Υάδες» ότι έχει σχέση με την αρχαία λέξη «υετός», που σημαίνει ραγδαία βροχή. Παράλληλο φαινόμενο παρατηρείται και με την ονομασία των Πλειάδων, του αστρικού σμήνους που πρωτοεμφανίζεται στον ουρανό την άνοιξη, όταν αρχίζουν δηλαδή οι «πλόες», δηλαδή τα ταξίδια…

Το ίδιο όμως συνέβαινε και με τους καύσωνες του Θέρους. Επειδή τον Ιούλιο παρουσιαζόταν στον ορίζοντα λίγο πριν την ανατολή του Ηλίου ο αστερισμός του «Κυνός» (του ηλίου Σειρίου στον αστερισμό του Ωρίωνος) επίστευαν ότι η ανυπόφορη ζέστη οφείλεται στην πυρωμένη ανάσα του ζώου και έτσι έμεινε μέχρι σήμερα ο χαρακτηρισμός «Κυνικά καύματα».

Και πάλι τον Ιανουάριο, την εποχή που μεσουρανεί η Αλκυόνη, το πιο λαμπρό αστέρι των Πλειάδων, «ίσταται τα πελάγη, ειρήνην δε και φιλίαν άγουσιν οι άνεμοι». Τότε ακριβώς, μέσα στην βαρυχειμωνιά, ξεφαντώνουν οι «Αλκυονίδες ημέραι», που τις παραγγέλλει επίτηδες η «αστροπουλάδα», για να κτίση την φωλιά της, όπως τόσο επιτυχημένα περιγράφεται από τον χαρακτηριστικό στίχο του Άγγελου Σικελιανού, η θαλπωρή και λαμπρότητα των ημερών αυτών: «Και να ο χειμώνας άξαφνα μ’ όλο τον ήλιο λάμπει».

Δεν πρέπει να αδικήσουμε τους μακρινούς μας προγόνους γι’ αυτές τις συσχετίσεις, που σήμερα ίσως μας φαίνονται φαντασιωτικές και ολίγον παράλογες, διότι διέθεταν τουλάχιστον την χάρη, την δροσιά και την αφέλεια της παιδικής ηλικίας, που στην εποχή μας δυστυχώς έχουν ολοκληρωτικά εκλείψει, διότι στην αρχαία Ελλάδα, χάρη σε αυτά τα προσόντα κυρίως, είναι διαπιστωμένη μια θαυμαστή διαύγεια πνεύματος. Έτσι η ενατένιση του νυκτερινού ουρανού και ο σύνδεσμος των ανθρώπων με τα στοιχεία της Φύσεως και με τα αστέρια, διατήρησαν μια σπάνια καθαρότητα σκέψεως και συναισθημάτων.

Κανένα είδος σκοτεινού μυστηρίου δεν κηλιδώνει την σχέση του ανθρώπου με τα αστέρια και καμμία αστρομαντική «μαγεία» δεν θαμπώνει την αυθόρμητη και κρυστάλλινη σκέψη των Ελλήνων, ώστε να μπορούν άνετα όχι μόνον να παρατηρούν και να απολαμβάνουν την ομορφιά του Ουρανού και να βλέπουν τα αστέρια σαν φίλους τους, αλλά και να διακρίνουν μέσα σε αυτόν τον θαυμαστό χώρο του «Διός τα σημεία» και να ερμηνεύουν σωστά τους «οιωνούς» και τα φαινόμενα, συνάγοντας με αυτόν τον τρόπο και ενορατικά συμπεράσματα, αλλά και νέους τρόπους για την πορεία τους στη ζωή, όπως και προοπτικές για το μέλλον του Κόσμου.

Αστερισμοί και Ζώδια από αστρονομικής σκοπιάς –
Αναλογικες θεωρήσεις των αρχετυπικών απεικονίσεών τους.

Με αυτόν τον τρόπο, το έναστρο στερέωμα του Ουρανού, αποτελούσε το ανοικτό βιβλίο του θαύματος της Δημιουργίας, επάνω στο οποίο είχαν αποτυπώσει τους Μύθους και τις ιστορίες που αφηγούντο για τους θεούς και τους ήρωές τους, ιδιαιτέρως δε στους 13 αστερισμούς και τα 12 Ζώδια του Ζωδιακού κύκλου, οι οποίοι, σαν τεράστιοι οδοδείκτες, σημειοδοτούσαν τους σταθμούς του διαιωνίου ταξιδιού του Ηλίου και της Γής μέσα στον άπειρο χώρο του Διαστήματος και τον ποταμό του Χρόνου.

Στην παρούσα φάση αυτής της αναδρομής μας σημειώνεται ότι το 140 μ.Χ. ο αστρονόμος Κλαύδιος Πτολεμαίος, κληρονόμος της πανάρχαιας αυτής Ελληνικής κληρονομιάς που εγκαινίασε ο θρυλικός Ποιητής Ορφεύς και τόσοι άλλοι αρχαίοι Έλληνες γίγαντες της γνώσεως (όπως π.χ. ο Ίππαρχος και ο Αρίσταρχος ο Σάμιος με το ηλιοκεντρικό τους σύστημα, που αντιγράφτηκε από τον ερευνητή Καθολικό ιερομόναχο Νικόλαο Κοπέρνικο), έγραψε τα σημαντικά έργα του «Τετράβιβλος» και «Μεγίστη», όπου εκθέτει το γεωκεντρικό του και «επταπλανητικόν» σύστημά του περί του Σύμπαντος.

Εκεί καταγράφει 48 αστερισμούς με τις πανάρχαιες παραδοσιακές Ελληνικές ονομασίες τους, που ισχύουν μέχρι και σήμερα. Ο ίδιος σε αυτά επίσης αναγνώρισε το σημείο τομής του Ουρανίου Ισημερινού με την εκλειπτική, από το οποίον περνά ο Ήλιος, περίπου την 21η Μαρτίου, ότι συνέπιπτε με την αρχή του αστερισμού του Κριού, κατά την ημέρα της εαρινής ισημερίας. Η γνώση βεβαίως αυτή φαίνεται ότι προϋπήρχε σε ένα στενό κύκλο Ορφικοπυθαγορείων μυστών, άπαξ και το σημείο αυτό της τομής της εκλειπτικής με την αρχή του Ζωδίου του Κριού είχε αρχίσει να παρατηρείται από το 1366 π.Χ. περίπου, όπως συνάγεται από τους Ορφικούς Ύμνους, και είναι αστρονομικώς επιβεβαιωμένο σήμερα.

Έκτοτε λοιπόν το σημείο αυτό θεωρείται ως η αρχή του φυσικού ετησίου κύκλου της Γης με την διάταξη των εποχών στο Βόρειο ημισφαίριο του πλανήτη μας και ακόμη ισχύει για την κατάστρωση των Ωροσκοπίων της κλασικής, όπως ονομάζεται, ή δυτικής αστρολογίας, εν αντιθέσει προς τις ανατολικές αστρολογίες των Ινδών, Κινέζων, Θιβετανών κ.ά.

Κατά την διάρκεια της διαδοχής των εποχών, όμως, εξ αιτίας του φαινομένου της «μεταπτώσεως ή πομπής των ισημεριών» όλα αυτά τα σημεία αλλάσσουν κάθε 2.160 χρόνια. Συγκεκριμένως την θέση του Κριού, κατά την εαρινή ισημερίαν, την κατέλαβε διαδοχικά ο αστερισμός των Ιχθύων και τώρα η αρχή του αστερισμού του Υδροχόου (δηλ. του Γανυμήδη, του Οινοχόου των Ολυμπίων θεών).

Γενικά επομένως τα Ζώδια φαίνεται να έχουν μετακινηθεί προς τα αριστερά ή προς τα πίσω από την σκοπιά του γεωθεατού. Γνωρίζοντες βέβαια το φαινόμενον αυτό οι σύγχρονοι αστροσκόποι, όπως συνέβαινε και με τους αρχαίους αστρονόμους, είναι σε θέση να επιφέρουν τις ανάλογες «διορθώσεις» στον Ουράνιο χάρτη, με σκοπό την ακρίβεια των υπολογισμών τους. Επί τη βάσει λοιπόν των συγχρόνων αστρονομικών δεδομένων, όπως έχουν δημοσιευθεί από τον Διευθυντή του Ευγενιδείου Πλανηταρίου Αθηνών, αστρονόμο κ. Διονύσιον Σιμόπουλον, παρατίθεται, προς ενημέρωσίν μας για την σύγχρονη αστρονομική εικόνα και πραγματικότητα, ο ακόλουθος Πίνακας:

Όπως και να έχει το πράγμα, εκτιμάται ότι ο καθένας από εμάς, ως νοήμον όν, από την θέση του γεωθεατού, αξίζει τον κόπο, αντικρύζοντας αυτήν την μεγαλειώδη εικόνα κατά τις ήσυχες στιγμές της ενδοσκοπήσεως του και εξ αιτίας αυτής να διεισδύη εις τα βάθος της συνειδήσεώς του και να αντλεί μηνύματα και διδάγματα.

Έτσι ο άνθρωπος που επιθυμεί, παρατηρώντας τα ουράνια σημεία των Ζωδίων και προσπαθώντας να επανακαθορίζη κάθε φοράν το στίγμα του και την θέση του στην καθημερινή ζωή, μπορεί κάλλιστα να ακολουθήσει την στοιχειώδη μέθοδο της σύγχρονης ψυχοθεραπευτικής-υποστηρικτικής αγωγής, που εφαρμόζεται από τους ψυχολόγους της «Ψυχολογίας του βάθους» με τα γνωστά 12 βήματα, που σήμερα υποδεικνύονται και εφαρμόζονται και στην αναλυτική μέθοδο των ονείρων, με στόχο την ενδοσκόπηση (κατά το «ένδον σκάπτε» του Ηρακλείτου) και των προβλημάτων, που κάθε φοράν αναδύονται από τον υποσυνείδησιακό του χώρο, (σύμφωνα και με τους εμπνευσμένους στίχους του Κ. Παλαμά:

«κι έσκυψα προς την ψυχή μου,
σα στην άκρη πηγαδιού,
κι έκραξα προς την ψυχή μου
με το κράξιμο του νου
κι από το πηγάδι το βαθύ
σαν από ταξίδια, ξένη,
προς εμένα ανεβασμένη
ξαναγύρισε η φωνή».

Η συγκεκριμένη αυτή εσωτερική διεργασία βεβαίως οδηγεί όχι μόνον στην εσωτερική διερεύνηση, αλλά και στην ανακάλυψη από τον ίδιο των δυνατοτήτων του και των νέων πεδίων που διανοίγονται εμπρός του προς κατάκτηση. Με αυτήν την μέθοδο είναι βέβαιο ότι θα ιχνηλατήσει τα διαδοχικά βήματα των άθλων του ήρωα-ημιθέου Ηρακλή, που είναι αποτυπωμένα στον Ουρανό και μαγνητικά καλούν τον καθένα μας να τα επαναλάβει προς όφελός του και για το καλό όλης της ανθρωπότητας. Στο τέλος του άρθρου κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί Πίνακας με τις αρχαιοελληνικές ονομασίες των Ζωδίων και των αστερισμών, όπως και των πλανητών του Ηλιακού μας συστήματος ομοίως.

(Άρθρο του Δρος Εμμανουήλ Κορκιδάκη – Κλινικού Ψυχολόγου, Καθηγητή (CH) Κοινωνικής Ψυχολογίας)

Διαβάστε επίσης:

Οι 12 άθλοι του Ηρακλή στο ζωδιακό (Α’ Μέρος)

Οι 12 άθλοι του Ηρακλή στο ζωδιακό (Β’ Μέρος)

Οι Μύθοι των ζωδίων

 

Σχόλια

σχόλια