Σε αλλεπάλληλα ιστορικά υψηλά βρίσκεται η Wall Street οδηγώντας τις αγορές σε ένα πρωτοφανές bull market, που πλέον ξεπερνά τα 8 έτη, δηλαδή τον αμέσως προηγούμενο σε χρονική διάρκεια ανοδικό κύκλο.

Με τη χρηματιστηριακή αξία των αγορών να υπερβαίνει τα 75 τρισ., δηλαδή το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν όλων των χωρών του πλανήτη, με το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ να έχει υπερκαλύψει όλη τη ζημιά που προκάλεσε η χρεοκοπία της Lehman Brothers και με νέους παγκοσμιοποιημένους ομίλους να οδηγούν σε μια νέα εποχή, εντείνεται η αντιπαράθεση ταύρων και αρκούδων για το αν οι μετοχές έχουν κι άλλο δρόμο ή πρόκειται για «φούσκα», που είναι θέμα χρόνου και αφορμών να σκάσει, όπως το 2007-2008 με αφορμή τα subprime δάνεια. Τις τελευταίες μέρες, πρώτα η Morgan Stanley προέβλεψε πως το 2018 θα είναι χρονιά bear market, ενώ η Palisade Research (από τους πλέον αξιόπιστους στην ανάλυση των αγορών μετάλλων) προειδοποίησε πως, εάν μπει σε διόρθωση ο S&P500, θα κινδύνευαν να χαθούν 10 τρισ. από τις αγορές μετοχών.

Bulls vs Bears, μια ιστορική κόντρα που κρατά από τη δεκαετία του 1950, καθώς η πρώτη μεγάλη «αγορά των ταύρων» εξελίχθηκε το 1949-1956, μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο σχετικό διάγραμμα της Palisade Research αποτυπώνονται οι κύκλοι ταύρων και αρκούδων από το 2002 μέχρι και το 2015.

Οι υπέρμαχοι της ανόδου υποστηρίζουν πως οι αγορές έχουν ωριμάσει, αλλά δεν έχουν φθάσει στην κορύφωσή τους, κάνοντας λόγο για «new era» (νέα εποχή) και αλλαγή φρουράς στο παγκόσμιο κεφάλαιο, αναφέροντας ως σημείο αναφοράς τις εταιρείες της νέας εποχής Facebook και Amazon, που πλέον ξεπερνούν σε κεφαλαιοποίηση παλιές παραδοσιακές δυνάμεις όπως η Exxon Mobil ή η General Motors.

Από την άλλη πλευρά, οι θιασώτες της επικείμενης διόρθωσης επικαλούνται τα… σημεία των καιρών, την αίσθηση επιφυλακτικότητας που ενισχύεται στην παγκόσμια επενδυτική κοινότητα όσο ανεβαίνουν δείκτες, μετοχές και αποτιμήσεις. Παραπέμπουν στους υψηλούς δείκτες κερδών (Ρ/Ε) -που για τον DJIA διαμορφώνεται στις περίπου 20,8 φορές (τα κέρδη του 2017) και τον S&P 500 τις 23,5 φορές.

Το ποιος θα επικρατήσει είναι ένα διεθνές στοίχημα σε μια εποχή που, εκτός από τις νέες δυνάμεις (Apple, Google κ.ά.) στήνεται στις ΗΠΑ ακόμη μία πιο νέα αγορά, αυτή των εταιρειών Artificial Intellingence (Τεχνητής Νοημοσύνης) και ο Warren Buffet υποστηρίζει πως ακόμη δεν έχουμε δει τίποτε.

Στην πλευρά των αρκούδων βρίσκονται και δύο πανίσχυροι αμερικανικοί οίκοι, η Citigroup και η Goldman Sachs, με υπό διαχείριση assets στα 2,6 τρισ. και καταλυτική παρουσία σε όλες τις αναπτυγμένες αγορές μετοχών, αλλά και σε πλειάδα αναδυόμενων ή αναπτυσσόμενων (μεταξύ αυτών και στην ελληνική). Η Citigroup δίνει πιθανότητες 45% για γενικευμένη διόρθωση στις αγορές μέσα στους επόμενους 3 μήνες, καθώς η bull market του 2009-2017 έχει ξεπεράσει τη μεγάλη αύξηση (της τάξεως του 270%) της μεγάλης «αγοράς των ταύρων» την περίοδο 1949-1956. Η Goldman Sachs, σε «έκθεσή της για αρκούδες» επισημαίνει ότι ο δείκτης κινδύνου της αγοράς υποχώρησε στο 67%, θέτοντας ευθέως το ερώτημα «πρέπει να ανησυχούμε τώρα;».

Ο αναλυτής της αμερικανικής τράπεζας Peter Oppenheimer μετρά τους σχετικούς δείκτες Goldman Bear Market και διαπιστώνει πως σε αυτά τα επίπεδα ήταν λίγο πριν από τη «φούσκα» του Nasdaq και την παγκόσμια κρίση του 2008. Με βάση την Goldman Sachs υπάρχει πιθανότητα 50% για bear market στους επόμενους 12 μήνες, ενώ η πιθανότητα με βάση τα ιστορικά στοιχεία είναι ακόμη πιο κοντά τα επόμενα 2 χρόνια.

Οι απαισιόδοξοι

Οι υποστηρικτές των αρκούδων επικαλούνται το κλίμα που επικρατεί διεθνώς, καθώς το τελευταίο διάστημα οι συζητήσεις για πιθανή διόρθωση έχουν πληθύνει σε ανησυχητικό βαθμό, με τον S&P 500 να έχει διανύσει 14 μήνες χωρίς πτώση 5% και 19 μήνες από την τελευταία πλήρη διόρθωση (δηλαδή 10%).

Οι επενδυτές σήμερα είναι σε μια κατάσταση μεταξύ σκεπτικισμού και οπτιμισμού, δηλώνει ο David Kostin, ανώτατος στρατηγικός αναλυτής στην Goldman Sachs για τις αμερικανικές μετοχές, σε έκθεση προς τους πελάτες της τράπεζας με τον εύγλωττο τίτλο «Βασανισμένοι ταύροι…», περιγράφοντας τη νοοτροπία των επενδυτών. Ο David Kostin βλέπει τον S&P 500 στις 2.400 μονάδες προς το τέλος της χρονιάς, δηλαδή μια υποχώρηση της τάξεως του 2,5%, που ωστόσο δεν συνιστά ένδειξη μιας bear market.

Πάντως, οι μικροεπενδυτές στην «αγορά των αγορών», τη Wall Street, είναι επιφυλακτικοί, κάτι που αποτυπώνεται στην πρόσφατη έρευνα της American Association of Individual Investors, καθώς αισιοδοξία δείχνει ένα μόλις 29,3%,πολύ κάτω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του 38,5%. Οι αρκούδες, από την άλλη, είναι στο 35,7%, δηλαδή πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο του 30,5%, έναντι ενός 35% που εμφανίζεται ουδέτερο.

Ο κίνδυνος μιας κρίσης με αφορμή τη «φούσκα» στην στεγαστική πίστη (όπως το φθινόπωρο του 2007 στις ΗΠΑ) ή το σκάσιμο μίας Lehman Brothers (το 2008) είναι πολύ μικρότερος σήμερα παρότι η οκταετής bull market έχει φουσκώσει τις αποτιμήσεις των μετοχών διεθνώς σε ιστορικά επίπεδα. Τέλος, οι πολύ υψηλές τιμές των μετοχών δικαιολογούνται (εν μέρει) από τη χαλαρή νομισματική πολιτική και τις αποδόσεις των ομολόγων.

Η Bank of America/Merrill Lynch καταγράφει την απόσυρση για φέτος 81,1 δισ. από αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν σε μετοχές, ωστόσο κεφάλαια ύψους 291,7 δισ. έχουν αντισταθμιστεί μέσω ETFs (δηλαδή καλαθιών μετοχών, σύνθετων προϊόντων κ.λπ.), με το ισοζύγιο να εμφανίζεται θετικό για τους ταύρους. Η εποχικότητα των αγορών δείχνει πως σε μια bear market οι τιμές των μετοχών μειώνονται κατά 30% (κατά μέσο όρο) και χρειάζεται 4-5 χρόνια για να ανακάμψουν φθάνοντας τα προηγούμενα υψηλά επίπεδα. Στο στρατόπεδο των αρκούδων και η Deutsche Bank (βλέπει από τον Ιούλιο… κατακλυσμιαία γεγονότα), η παραδοσιακά bearish Phoenix Capital (εκτιμά ότι οι κεντρικές τράπεζες άναψαν το φυτίλι σε μια βόμβα χρέους 217 τρισ.) και η Tom Mc Cellan (τα γερμανικά ομόλογα και η απόκλιση του bund από το αμερικανικό είναι κακός οιωνός).

Οι αισιόδοξοι

Το ρίσκο μιας διόρθωσης μπορεί να αυξάνεται, καθώς, όπως μετρά ο Mikihiro Matsuoka της Deutsche Bank Securities, η χρηματιστηριακή αξία των αγορών των 7 ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει προσεγγίσει τα προηγούμενα υψηλά του 2000 και του 2008, γεγονός που συνιστά ένδειξη για πιθανή μεγάλη υποχώρηση, αλλά ο αντίλογος έρχεται από τον επικεφαλής επενδύσεων της NN Investment Partners. Ο Νο1 της επενδυτικής στρατηγικής του ομίλου σημειώνει πως οι επισφαλείς κατηγορίες ενεργητικών, ειδικότερα οι αγορές μετοχών, βρίσκονται σήμερα σε καλύτερη κατάσταση, με ικανοποιητικά μακροοικονομικά και εταιρικά δεδομένα.

Ταύρος για τις μετοχές -και δη του τραπεζικού κλάδου- είναι η Morgan Stanley, με τον αμερικανικό οίκο να είναι θετικός και για την αγορά συναλλάγματος. Τα τελευταία 8 χρόνια ο τραπεζικός κλάδος των ΗΠΑ έχει υποαποδώσει έναντι του δείκτη S&P 500 κατά περίπου 25%, καθώς στην περίοδο αυτή οι τράπεζες χτυπήθηκαν από τις ρυθμιστικές αρχές, οι οποίες επέβαλαν αυξημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις από τους κεντρικούς τραπεζίτες, οι παρεμβάσεις των οποίων έπληξαν τα καθαρά περιθώρια επιτοκίων. Η απόδοση ιδίων κεφαλαίων υποχώρησε κατά 8% το 2016, ενώ για το 2017 αναμένεται επιβράδυνση της μείωσης.

Ωστόσο, σήμερα, 8 χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, οι περισσότερες από τις μεγάλες τράπεζες έχουν επιδείξει την ικανότητα -κυρίως μέσω της μείωσης του κόστους και των προγραμμάτων αναδιάρθρωσης- να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους τους. Τώρα είναι σε θέση να επηρεάσουν την οικονομική μεγέθυνση, την πιστωτική επέκταση και την αύξηση της καμπύλης αποδόσεων και, σύμφωνα με τη Morgan Stanley, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να είναι -πλέον- bullish για τον κλάδο. Μάλιστα, περιμένει αύξηση των μερισμάτων κατά 11% το 2017 και κατά 12% για το 2018.

Οι UBS και JP Morgan στρατεύονται με τα λάβαρα των ταύρων, με τον δεύτερο οίκο να επιμένει πως το 2018 θα είναι ανοδική χρονιά για τις αγορές της ευρωζώνης, ειδικά στους κλάδους των τραπεζών και κυρίως της ευρωπεριφέρειας. Εκτός από την αγορά ομολόγων, η JP Morgan περιμένει ότι οι τράπεζες της ευρωζώνης θα καταγράψουν σαφή αύξηση της κερδοφορίας τους. Για το 75% των τραπεζών (της ευρωζώνης) εκτιμάται πως θα έχει αναβάθμιση στους δείκτες των κερδών ανά μετοχή (EPS) σε αντίθεση με την τάση που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια. Επίσης, υπάρχει τάση αύξησης του δανεισμού και μεγαλύτερη αισιοδοξία όσον αφορά στα καθαρά περιθώρια επιτοκίου, ενώ για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τις προβλέψεις βλέπει πτωτική τάση.

Έτσι, θεωρεί ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες παραμένουν ελκυστικά αξιολογούμενες, συνεχίζοντας να βρίσκονται σε διαπραγμάτευση σε discount με βάση τον μέσο όρο των P/E της τελευταίας 10ετίας.

Ο ρόλος των Yellen και Draghi

Η ανάκαμψη των χρηματιστηρίων ξεκίνησε με την υλοποίηση των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης (QE) που πρώτη η Fed υλοποίησε (το 2009 για να διαχειριστεί τις επιπτώσεις της κρίσης του 2008). Μέσω των QE υποστηρίχθηκε ο μεγάλος ανοδικός κύκλος στη Wall Street, διαμορφώνοντας σταδιακά μια διευρυνόμενη απόκλιση μεταξύ των τιμών στην πραγματική οικονομία (μισθοί, πληθωρισμός, τιμές κατοικιών, εμπορεύματα κ.ά.) και τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Το 2017 τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τόσο την ονομαστική ανάπτυξη του ΑΕΠ όσο και τον πληθωρισμό στην πραγματική οικονομία, κυρίως ως συνέπεια των χαμηλών επιτοκίων.

Προς ώρας τα προγράμματα QE, με πρώτη τη Fed και την ΕΚΤ να ακολουθεί, συντηρούν τις αγορές σε ανοδικό κύκλο, περιορίζοντας σημαντικά τις bear markets σε τοπικό επίπεδο και σε βραχύβιες φάσεις υποχώρησης έως 20% σε 7 μήνες (κατά μέσο όρο), με 11 μήνες να χρειάζονται για να ανακτηθούν οι απώλειες.

Οι bear markets μπορεί να έχουν διαρθρωτικό χαρακτήρα, οπότε είναι πιο σοβαρές, και μπορεί να οφείλονται σε ισχυρούς εξωγενείς παράγοντες (λ.χ. πόλεμος, πολιτικές εξελίξεις με αφορμή για παράδειγμα το δημοψήφισμα στη Μ. Βρετανία) και σε «φούσκες» στεγαστικού, πιστωτικού χαρακτήρα. Ωστόσο, είναι κοινή εκτίμηση και των ταύρων και των αρκούδων πως η πολιτική που θα ακολουθήσουν σε κεντρικό επίπεδο το δίδυμο Yellen – Draghi θα επηρεάσει ανάλογα τα χρηματιστήρια.

Ήδη η Fed προχωρά σε περιστολή του προϋπολογισμού της (είναι στα 4,5 τρισ.) με τους αναλυτές να εκτιμούν πως θα μειωθεί 1,5-2 τρισ. μέχρι το 2020, ενώ για τα επιτόκια δεν βλέπουν θεαματικές αλλαγές (πέραν των 1,25%-1,50%). Θέμα χρόνου και συγκυρίας το πότε και πώς θα ακολουθήσει την Αμερικανίδα ομόλογό του ο Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης, καθώς στη Φραγκφούρτη θεωρούν δεδομένο το tapering.

Σχόλια

σχόλια