Με μια συγκλονιστική επιστολή η οικογένεια Λεμπιδάκη ανακοίνωσε αργά το βράδυ της Παρασκευής πως σταματά τις διαπραγματεύσεις με τους απαγωγείς για την απελευθέρωση του Μιχάλη Λεμπιδάκη, που είχε απαχθεί τέλος Μαρτίου, ενώ επέστρεφε στο σπίτι του στο Ηράκλειο.
«Συμπληρώνονται 53 μέρες χωρίς νέα για την κατάστασή του», αναφέρει η οικογένεια στην επιστολή, φανερώνοντας πως για ένα τόσο μεγάλο διάστημα πάλευαν «στα τυφλά» για τον άνθρωπό τους.
Στην επιστολή, η οικογένεια ευχαριστεί τόσο την κοινωνία για την συμπαράσταση, όσο και την Ελληνική Αστυνομία για τις προσπάθειες απελευθέρωσης του Μιχάλη Λεμπιδάκη και παρακαλεί για διακριτική στάση στην συνέχεια, για τις «δύσκολες αυτές στιγμές».
Ολόκληρη η επιστολή της οικογένειας
Ύστερα από 80 εφιαλτικές μέρες και παρ’ όλες τις ανθρωπίνως δυνατές προσπάθειες, ο Μιχάλης μας δεν επέστρεψε κοντά μας. Σήμερα, συμπληρώνονται 53 μέρες χωρίς νέα για την κατάσταση του και η οικογένεια μας βυθίζεται σε απόγνωση.
Αισθανόμαστε την ανάγκη να ευχαριστήσουμε θερμά την κοινωνία του Ηρακλείου, για τη συμπαράσταση και τη διακριτικότητα που έχει επιδείξει όλο αυτό το διάστημα.
Με το πέρας των διαπραγματεύσεων, ευχαριστούμε επίσης την Ελληνική Αστυνομία, η οποία κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες, προκειμένου να επιστρέψει πίσω στην οικογένεια μας ο Μιχάλης.
Στις δύσκολες αυτές στιγμές, παρακαλούμε όλους να διατηρήσουν την ίδια διακριτική στάση, για να μην επιβαρύνεται περαιτέρω η ψυχολογική μας κατάσταση.
Οικογένεια Μιχάλη Λεμπιδάκη
Το χρονικό της απαγωγής
Η απαγωγή Λεμπιδάκη έγινε νωρίς το απόγευμα της Πέμπτης 30 Μαρτίου, και ενώ ο 54χρονος επιχειρηματίας βρισκόταν καθ’ οδόν από το Ηράκλειο προς τα Καλέσσα – ένα οικισμό έξω από την πόλη. Ο συναγερμός σήμανε μετά τον εντοπισμό του πολυτελούς αυτοκινήτου του επιχειρηματία, που βρέθηκε εγκαταλελειμμένο, με ανοιχτές τις πόρτες στον επαρχιακό δρόμο και τρακαρισμένο. Η αστυνομία διαπίστωσε ότι επρόκειτο για το αυτοκίνητο του συγκεκριμένου προσώπου και επικοινώνησε με την οικογένειά του, που δήλωσε άγνοια για το τι είχε συμβεί. Αμέσως σήμανε συναγερμός, ενώ η οικογένεια κάλεσε μια φορά στο κινητό του 54χρονου. Το τηλέφωνο ήταν ακόμη ανοιχτό εκείνη την ώρα, αλλά «σίγησε» από εκείνη τη στιγμή και μετά.
Λίγα λεπτά αργότερα, όμως, η Πυροσβεστική ειδοποιήθηκε να επέμβει καθώς δύο αυτοκίνητα καίγονταν στο δρόμο προς τον οικισμό Καλέσσα, κοντά στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο. Επρόκειτο για μία BMW και ένα αγροτικό, που κάηκαν, ωστόσο, ολοσχερώς. Όπως εκτιμάται, το ένα αυτοκίνητο το είχαν χρησιμοποιήσει για να «κλείσουν» το όχημα του επιχειρηματία, ενώ στο δεύτερο, κατά πάσα πιθανότητα τον επιβίβασαν αρχικά, μέχρι να φτάσουν στο σημείο όπου έκαψαν και τα δύο αυτοκίνητα και εξαφανίσθηκαν με άλλο.
Ο επιχειρηματίας είχε πέσει σε καλοστημένη ενέδρα. Αφού τον ακινητοποίησαν, τον έβγαλαν δια της βίας από το όχημά του, τον επιβίβασαν σε άλλο και εξαφανίστηκαν.
Οι δράστες έβαλαν φωτιά και στα δύο αυτοκίνητα για να εξαφανίσουν τα ίχνη τους. Οι κάτοικοι της περιοχής, που είδαν τον πυκνό καπνό, ειδοποίησαν την Πυροσβεστική και αμέσως έφτασαν δύο οχήματα με οκτώ πυροσβέστες που έσβησαν τις φλόγες. Όμως, τα οχήματα είχαν ήδη καταστραφεί και πλέον εξετάζονται από ειδικούς της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας, σε μια προσπάθεια να βρεθούν τυχόν αποτυπώματα και ίχνη γενετικού υλικού, τόσο στα αυτοκίνητα, όσο και στον περιβάλλοντα χώρο. Ωστόσο, το γεγονός ότι στην περιοχή έβρεχε, περιορίζει σημαντικά τις ελπίδες για κάτι τέτοιο.
Όλο αυτό το διάστημα, οι απαγωγείς Λεμπιδάκη κινούνταν με μεγάλη προσοχή και έχοντας λάβει μαθήματα από τα λάθη που έκαναν άλλοι «συνάδελφοί τους» στο παρελθόν, είχαν θέσει συγκεκριμένους όρους ακόμη και για τα χαρτονομίσματα που επρόκειτο να δοθούν ως λύτρα. Ζητούσαν συνολικά 100 εκατ. ευρώ, από τα οποία τα πενήντα εκατομμύρια να δοθούν σε μικρής αξίας χαρτονομίσματα, χρησιμοποιημένα και όχι της ίδιας σειράς.
Προσπαθούσαν με τον τρόπο αυτό να ελαχιστοποιήσουν την πιθανότητα να καταγραφούν τα χρήματα και να προδοθούν στη συνέχεια από τα ίχνη των χαρτονομισμάτων, όπως έγινε στο παρελθόν: Για παράδειγμα, το ξήλωμα της συμμορίας Παλαιοκώστα που είχε απαγάγει τον βιομήχανο Γιώργο Μυλωνά, ξεκίνησε από την Κρήτη, όταν εντοπίστηκαν χαρτονομίσματα των 100 ευρώ, τα οποία ξόδευε αφειδώς ένας από τους συνεργούς, σερβιτόρος στο επάγγελμα, ο οποίος ξαφνικά, από το πουθενά, αγόρασε τοις μετρητοίς ένα πολυτελές τζιπ.
Η οικογένεια Λεμπιδάκη, μια κρητική οικογένεια με ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στα μέλη της και με χαμηλό κοινωνικό προφίλ, όλο αυτό το διάστημα ήταν ουσιαστικά «απομονωμένη».
Άνθρωποι από το ευρύτερο κοινωνικό της περιβάλλον έλεγαν ότι όλα τα μέλη της βρίσκονταν στα όρια της ανθρώπινης ψυχικής αντοχής, καθώς προσπαθούν να αντέξουν σε ένα θρίλερ που εξελισσόταν σε δύο επίπεδα: Το πρώτο, σ΄εκείνο της κράτησης του ανθρώπου τους, υπό άγνωστες συνθήκες και με την απειλή για τη ζωή του να είναι υπαρκτή κάθε λεπτό που περνά. Το δεύτερο, στην προσπάθεια να ξεπερασθούν τα εμπόδια και να καταφέρουν να συγκεντρώσουν τα χρήματα: Οι κανόνες των capital controls δεν έχουν προβλέψει εξαιρέσεις για περιπτώσεις που από τα χαρτονομίσματα εξαρτάται κυριολεκτικά, άμεσα και καταλυτικά μια ζωή. Για το λόγο αυτό ζητήθηκε η παρέμβαση αρχικά της Τράπεζας της Ελλάδας και ακολούθως και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για να γίνει «by pass» στους περιορισμούς της κίνησης κεφαλαίων. Μια σειρά από γραφειοκρατικά εμπόδια είχαν οδηγήσει σε μια απίστευτη αλληλογραφία και ατελείωτες συνεννοήσεις μεταξύ των εμπλεκομένων.
Οι απαιτήσεις των απαγωγέων
Οι απαγωγείς, όπως έχει αποκαλύψει το Πρώτο ΘΕΜΑ, απαίτησαν αρχικά το ιλιγγιώδες ποσό των 100 εκατομμυρίων ευρώ για να «συμβιβαστούν» τελικά στα 50 εκατομμύρια, ποσό που η οικογένεια εκτίμησε ότι θα κατάφερνε να συγκεντρώσει με κάθε τρόπο. Ωστόσο, δεν μπορεί να γίνει ανάληψη τέτοιων ποσών από λογαριασμούς.
Από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η απαγωγή του 54χρονου διευθύνοντος συμβούλου της εισηγμένης στο χρηματιστήριο εταιρείας Πλαστικά Κρήτης, σήμανε γενικός συναγερμός. Το στίγμα της κινητοποίησης είχε δώσει ουσιαστικά από την επομένη ημέρα της απαγωγής ο γενικός γραμματέας Δημόσιας Τάξης Δημήτρης Αναγνωστάκης, ο οποίος επισκεπτόμενος τότε το Ηράκλειο, είχε δηλώσει ότι καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για να έχει αίσια έκβαση η υπόθεση.
Οι δράστες απέφυγαν την επικοινωνία με την οικογένεια με τρόπους που σε άλλες υποθέσεις στο παρελθόν είχε αφήσει ίχνη των «συναδέλφων τους», ή ακόμη περισσότερο, είχε οδηγήσει στους ίδιους: Για παράδειγμα, στην περίπτωση του επιχειρηματία Γιάννη Ζώνα που είχε μείνει όμηρος στα χέρια των απαγωγέων του επί δύο μήνες (είναι έως τώρα η απαγωγή που έχει τραβήξει χρονικά περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη) οι δράστες είχαν επικοινωνήσει πολλές φορές με τον πατέρα του θύματος, από τον οποίο απαιτούσαν αρχικά 1 δισ. δραχμές και πήραν τελικά το ένα τρίτο του ποσού σε δολάρια, από τα ίδια καρτοκινητά τηλέφωνα. Τότε δεν δηλώνονταν ακόμη στο όνομα των χρηστών τους, ήταν ανώνυμα, αλλά το στίγμα τους οδήγησε τελικά στους δράστες της απαγωγής. Ο Παλαιοκώστας, πάλι, στην απαγωγή Μυλωνά είχε επιλέξει να αφήσει σημείωμα με τις απαιτήσεις του μέσα στο αυτοκίνητο του βιομηχάνου το οποίο είχαν εγκαταλείψει ο ίδιος και οι συνεργοί του, αμέσως μετά την αρπαγή του επιχειρηματία στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης.
Στην περίπτωση Λεμπιδάκη οι απαγωγείς επέλεξαν την ασφαλέστερη για εκείνους επικοινωνία μέσω μηνυμάτων. Οι δράστες μάλιστα, τόσο με τις απαιτήσεις τους που κατανοούν και οι ίδιοι ότι δεν είναι εύκολο να ικανοποιηθούν από τη μια στιγμή στην άλλη, όσο και με τις αραιές επικοινωνίες, έδειξαν ότι ήταν προετοιμασμένοι για μια μακράς διάρκειας κράτηση του 54χρονου χημικού- μηχανικού και επιχειρηματία.
Η διακριτική στάση της Αστυνοµίας
Τον πρώτο λόγο στην υπόθεση, όπως συμβαίνει σε κάθε υπόθεση απαγωγής, είχε η οικογένεια του θύματος. Ο ρόλος της αστυνομίας καθ’ όλο το διάστημα που το θύμα βρίσκεται στα χέρια των απαγωγέων είναι να παρακολουθεί διακριτικά, να συγκεντρώνει στοιχεία και να «χαρτογραφεί», αλλά ουσιαστικά αυτός ο χρόνος είναι «παγωμένος».
Από τις πρώτες κιόλας ώρες που έγινε γνωστή η απαγωγή του Μιχάλη Λεμπιδάκη κλιμάκιο έμπειρων αξιωματικών βρέθηκε στην Κρήτη, ενώ η υπόθεση παρακολουθείται στο υψηλότερο επίπεδο στην αστυνομία. Για την αστυνομία θεωρείται σχεδόν δεδομένο ότι το θύμα κρατείτο κάπου στην Κρήτη και όχι απαραίτητα σε απομονωμένη και ορεινή περιοχή. Την ίδια ώρα, ξεσκονίζονται όλοι οι φάκελοι παλαιών υποθέσεων για τον εντοπισμό κοινών στοιχείων στο modus operandi σε συνδυασμό με πρόσωπα που έχουν «απασχολήσει» στο παρελθόν και πλέον βρίσκονται εκτός φυλακής (αν και για τη συμμετοχή και το σχεδιασμό μιας τέτοιας επιχείρησης οι ιθύνοντες νόες δεν είναι απαραίτητο να είναι έγκλειστοι).