Το χρηματοπιστωτικό σύστημα των Αρχαίων Ελλήνων δεν ήταν στατικό αλλά εξελισσόμενο. Κατά την περίοδο του 5ου αιώνα και ειδικότερα κατά την διάρκεια του «Χρυσού αιώνα του Περικλέως» (450 π.Χ. – 429 π.Χ.) οι Αθηναίοι ωφελήθηκαν οικονομικά από τις συνεισφορές των συμμάχων τους (Συμμαχία της Δήλου). Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος πληρωμών για την κατασκευή του Παρθενώνα δόθηκε από αυτές τις συνεισφορές.

Φυσικά, εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη την περίοδο μία άλλη μεγάλη πηγή άντλησης εσόδων για το Αθηναϊκό κράτος ήταν τα μεταλλεία του Λαυρίου. Παρά την μεγάλη μεταβλητότητα που παρουσίαζαν κατά καιρούς τα κέρδη των, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα μεταλλεία του Λαυρίου υπήρξαν μία από τις κύριες πηγές πλούτου της Αθήνας κατά την κλασική εποχή (5ος και 4ος π.Χ. αιώνας).

Περί τα μέσα του 4ου π.Χ αιώνα η Αθήνα έπαψε πια να αποτελεί μια Αυτοκρατορία και έτσι έπρεπε να χρηματοδοτήσει τις κρατικές της δαπάνες με τα δικά της μέσα. Χάρη των προσπαθειών δύο πολύ ικανών πολιτικών με εξαίρετες γνώσεις οικονομικών (Εύβουλος και Λυκούργος) κατάφερε να πετύχει τον σκοπό της.

Η διαχείριση των κρατικών δαπανών στην Αρχαία Αθήνα δεν ομοιάζει καθόλου σχεδόν με τον σημερινό τρόπο διαχείρισης κρατικών δαπανών.Στην αρχαία Ελλάδα και ειδικότερα στην αρχαία Αθήνα ήταν γνωστοί τόσο οι άμεσοι φόροι όσο και οι έμμεσοι. Ωστόσο για τους Αθηναίους (και όχι μόνον) των κλασικών χρόνων η άμεση φορολογία, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, θεωρούνταν προσβλητική και τυραννική.

Η οποιαδήποτε φορολογία του σώματος, της εργασίας και της περιουσίας λογιζόταν ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη καθώς αντιμετωπιζόταν ως κάτι το ανελεύθερο. Ωστόσο στην πράξη δεν ήταν έτσι.

Η κρατική μηχανή δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά χωρίς την επιβολή άμεσης φορολογίας, η οποία επιτρέπει μια ακριβέστερη πρόβλεψη των ποσών που πρόκειται να μπουν στον δημόσιο κορβανά και επιπλέον μια πιο προγραμματισμένη και απρόσκοπτη εκτέλεση των δημοσίων δαπανών. Έτσι και στην αρχαία Αθήνα οι άμεσοι φόροι δεν ήταν κάτι άγνωστο.

Δυο τέτοιοι ήταν π.χ. το μετοίκιον και το ξενικόν, οι οποίοι όμως δεν αφορούσαν τους Αθηναίους πολίτες. Τον πρώτο τον πλήρωναν οι μέτοικοι, οι ξένοι δηλαδή που έμεναν μόνιμα στην Αθήνα και απολάμβαναν αρκετά δικαιώματα που τους παρείχε η Αθηναϊκή Πολιτεία. Ο δεύτερος επιβαλλόταν στους ξένους που τύχαινε να παρεπιδημούν στην Αθηναϊκή επικράτεια.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ορισμένοι «οικονομολόγοι» της τότε εποχής συμβούλευαν τους κυβερνώντες να θεσπίζουν μέτρα που να προσελκύουν όλο και περισσότερους μετοίκους στη χώρα ώστε αυτοί να γίνουν οι κύριοι… κουβαλητές των φορολογικών βαρών της Αθήνας! Υπενθυμίζω ότι οι μέτοικοι ασκούσαν συνήθως επαγγέλματα που για τις τότε αντιλήψεις δεν έχαιραν μεγάλης εκτίμησης, όπως π.χ. αυτό της εμπορίας. Ίσως να ήταν και αυτό ένας από τους λόγους που «νομιμοποιούσε» την επιβολή άμεσου φόρου στους μετοίκους. Άλλωστε σε άμεση φορολογία υπόκεινταν όλοι όσοι ασκούσαν ατιμωτικά ή τυχοδιωκτικά επαγγέλματα, όπως π.χ. αυτά του πορνοβοσκού ή του θαυματοποιού, και ας υπήρχαν ανάμεσά τους ακόμη και Αθηναίοι πολίτες.

Οι Αρχαίοι Αθηναίοι κατά το δεύτερο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα ανέπτυξαν έναν έμμεσο τρόπο φορολόγησης των πλουσίων, γνωστός ως «Λειτουργίες». Ο φόρος αυτόν απευθυνόταν κυρίως στους πιο οικονομικά ευκατάστατους/εύρωστους Αθηναίους της εποχής εκείνης (~1.200 Αθηναίοι στον συνολικό πληθυσμό των 30.000 ατόμων).

Υπήρχαν πολλά διαφορετικά είδη από «Λειτουργίες». Πιο συγκεκριμένα, οι πολίτες που διέθεταν περιουσίες μεγαλύτερες των τριών ταλάντων έπρεπε να εκτελούν διάφορες υπηρεσίες/«Λειτουργίες», όπως:

Η χορηγία, η οποία συμπεριλάμβανε τη συγκρότηση χορού για τις δημόσιες γιορτές.

Η γυμνασιαρχία, που υπέβαλε την υποχρέωση να εκπαιδεύονται στα γυμνάσια οι διαγωνιζόμενοι σε γυμναστικούς αγώνες.

Η τριηραρχία. Η τριηραρχία αποτελούσε την σημαντικότερη και την πιο ακριβή υποχρέωση των τότε πλουσίων, ήταν μία υποχρέωση που αναλάμβανε ένας πλούσιος πολίτης να εξοπλίσει μια τριήρη (πολεμικό πλοίο) μόνο σε πολεμικές περιόδους.

Η αρχιθεωρία, η αντιπροσωπεία δηλαδή που αποστέλλονταν στις τέσσερις μεγάλες πανελλήνιες γιορτές ή στη Δήλο και σε άλλους ιερούς τόπους. Στην περίπτωση αυτή, η πολιτεία κάλυπτε ένα μέρος από τα έξοδα.

• Τέλος η εστίαση ήταν η καταβολή των εξόδων για ένα γεύμα που παραθέτονταν την ημέρα μιας μεγάλης γιορτής σε όσους ανήκαν στην ίδια με το λειτουργό φυλή.
Επιπροσθέτως, ενώ οι «Λειτουργίες» ήταν εξαιρετικά ακριβές ποτέ δεν έπεσαν διαδοχικά στο ίδιο πρόσωπο, αλλά μόνο περιοδικά και μετά από μια διακοπή μερικών ετών. Εν τέλει, η φορολόγηση ήταν έτσι δομημένη που πάντα ήταν προς όφελος της πλειοψηφίας των κατοίκων. Τα φορολογικά βάρη λοιπόν στην Αθηναϊκή Δημοκρατία τα αισθάνονταν κυρίως οι «έχοντες και κατέχοντες».

Από την αρχαία Αθήνα δεν έλειπε και το κυνήγι των φοροφυγάδων, που συχνά έφθανε και σε ακρότητες. Οι φοροεισπράκτορες επιστράτευαν και μπράβους, που έμπαιναν με τη βία στα σπίτια και έψαχναν για χρήματα σε απίθανα σημεία. Έτσι, οι φοροφυγάδες για να γλυτώσουν έφθαναν συχνά στο σημείο να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και να κρύβονται σε συγγενικά. Φυσικά, περιπτώσεις φοροδιαφυγής στην τότε εποχή ήταν τόσο λίγες που αποτελούσαν εξαιρέσεις και όχι κανόνα.

Αυτό έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση, κατά την οποία η χώρα μας κατέχει πρωτιές φοροδιαφυγής στην Ευρωζώνη. Πέραν τούτου, οι Έλληνες πολίτες και οι επιχειρήσεις είναι κατά μέσο όρο οι πιο βαριά φορολογούμενοι ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ, ενώ οι δείκτες που δείχνουν τα φορολογικά οφέλη υπό μορφή παροχής δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών είναι από τους χαμηλότερους μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Την ίδια στιγμή, αυτά τα υψηλά ποσοστά φορολόγησης οδηγούν τόσο σε λιγότερες επενδύσεις όσο και στην άνθηση της παραοικονομίας.

Μήπως λοιπόν φαίνεται αν όχι επιτακτική ανάγκη, τουλάχιστον ωφέλιμο οι σύγχρονες δημοκρατίες να πάρουν μαθήματα από το παρελθόν;

(Άρθρο του Δημήτρη Αναστασίου, Υποψηφίου Διδάκτωρος Χρηματοοικονομικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών)

Σχόλια

σχόλια